- ορχοτομία
- ὀρχοτομία, ἡ (Μ) [ορχοτομώ]ευνουχισμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀρχοτομίας — ὀρχοτομίᾱς , ὀρχοτομία castration fem acc pl ὀρχοτομίᾱς , ὀρχοτομία castration fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)